Η ψυχή του καλλιτέχνη

Από μια ζωντανή εικόνα….


Χειμώνας. Παραμονές της μεγάλης γιορτής. Οι πρώτες θεόσταλτες νυφούλες κατεβαίνουν σιωπηρά και ξαπλώνουν απαλά σε κάθε μέρος, σε κάθε γωνιά. Μερικές ξεψυχούν μόλις αναπαύουν το κορμί τους, άλλες πάλι συνωστίζονται και ζουν από το κρύο χνώτο τους. Παρά το τσουχτερό κρύο κόσμος πηγαινοέρχεται στους πολύβουους δρόμους.
"Πού να πηγαίνει όλο τούτο το μελίσσι; Έχουν οικογένειες, άλλοι μικρές, άλλοι μεγάλες• άλλοι πάλι θα’ ναι μόνοι, αλλά που η αξιοπρέπεια τους φέρνει στις ολοστόλιστες εισόδους των καταστημάτων και τους σπρώχνει να μπουν για ν’ αγοράσουν το μικρό περιττό υλικό που θα φτιάξουν  τα όνειρά τους."

Αυτά σκέφτεται ο Ανέστης παίζοντας όμορφα το ακκορντεόν, όρθιος έξω από το πολυκατάστημα. Είναι ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας γύρω στα σαρανταπέντε. Τα πυκνά σπαστά μαλλιά του έχουν γκριζάρει. Το πρόσωπό του οστεώδες και τα μελιά του μάτια φαντάζουν μεγαλύτερα απ’ ότι είναι. Το στόμα του καλοφτιαγμένο πλαισιώνεται από μουστάκι, το σχήμα του οποίου έχει επιμεληθεί με σχολαστικότητα. Δεν δείχνει για ζητιάνος. Τα ρούχα του σκούρα, παλαιομοδίτικα μα πεντακάθαρα• το ίδιο και τα παπούτσια του.

Θλίψη σκεπάζει το πρόσωπό του. Τα μάτια του, αυτά τα μεγάλα μελιά μάτια, τα χωμένα στις κόγχες τους, στέλνουν ένα παράπονο σχεδόν σπαραχτικό. Κάποιοι που ψάχνουν να βρουν λίγο όνειρο, κοντοστέκονται ν’ ακούσουν. Περιεργάζονται με το βλέμμα τους τα στεγνά και μακριά δάχτυλα, που « πετούν » πάνω στα πλήκτρα του οργάνου. Το «τριανταφυλλάκι» του Σοπέν τους γεμίζει με νοσταλγία και ο ρυθμός της πόλκα ή του βαλς τους κάνει να χτυπούν ρυθμικά το πόδι ή να κουνούν όλο το κορμί. Κανείς τους δεν διανοείται να σκεφτεί, πως κάτι του είναι φτιαχτό, ψεύτικο. Τα αληθινά συναισθήματα του Ανέστη βγαίνουν κατά κύματα μαζί με τη μελωδία, που δένονται σαν κόμπος γύρω από το λαιμό του κόσμου. Η αλήθεια στη στάση, το βλέμμα, το ντύσιμό του ελκύει όλο και περισσότερους περαστικούς κάθε ηλικίας.

Τα δάχτυλά του τρέχουν με επιδεξιότητα, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά, επάνω στα πλήκτρα, ενώ πισογυρίζει στις παλιές καλές μέρες πριν από πολλά χρόνια, όταν σπούδαζε στο Ωδείο και εκείνη – πολύ νέα, πρωτόβγαλτη καθηγητριούλα – του μάθαινε αρμονία.

Μικροκαμωμένη, ξανθωπή με καταγάλανα μάτια και επιδερμίδα σαν από αλάβαστρο. Η Εριέττα ήταν το δώρο του Θεού στη ζωή του. Ανάμεσα στα ημιτόνια, τις αρμονικές κλίμακες και τις αξίες των φθογγόσημων ερωτεύτηκαν  ο ένας τον άλλο σχεδόν με την πρώτη ματιά και αγαπήθηκαν πολύ. Η καρδιά του δίπλωνε σαν βεντάλια, όταν το χέρι του συναντούσε το δικό της στο γύρισμα των σελίδων. Τα λόγια αγάπης έσμιγαν με τις θείες νότες των κομματιών του Άστορ Πιατσόλα και του Εντουάρντο Μπιάνκο.

«Μην πάψεις ποτέ να παίζεις ακκορντεόν» του έλεγε. «Έτσι κάνεις μνημόσυνο στους μεγάλους της μουσικής.» Η ανάσα του κρεμόταν από τη δική της και ρουφούσε τα λόγια της, όταν εκείνη του μιλούσε για τους θρυλικούς εραστές της όπερας αλλά και για τη δική τους λατρεία. «Τραγούδα για μένα, μονάχα για μένα» την ικέτευε κοιτάζοντάς την με απέραντη αγάπη και αφοσίωση. Και η σοπράνο φωνή της αγκάλιαζε όλο το δωμάτιο και ήταν σαν να άκουγες χορωδία αγγέλων. Του μιλούσε τραγουδώντας την άρια από την Κάστα Ντίβα ή έπαιζε στο πιάνο τους χορούς από την όπερα «Πρίγκιψ Ιγκόρ» του Μποροντίν.

Όμως η Εριέττα έφυγε από τη ζωή. Το παραμύθι τέλειωσε, οι παρτιτούρες έκλεισαν και έπεσαν από το αναλόγιο. Το τραγούδι ξεψύχησε. Αντίο στα χαμένα όνειρα! Κουρέλι πια ο Ανέστης κράτησε την υπόσχεση που της είχε δώσει• να μην πάψει να παίζει μουσική. Έτσι κάθε μεγάλη γιορτή, τότε που οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά, τότε που οι ψυχές γλυκαίνουν, τότε που νομίζεις ότι μιλάς με το Θείο, εκείνος παίρνει το κόκκινο ακκορντεόν και πιάνει μια θέση έξω από το πολυκατάστημα. Εκεί κάνει το μνημόσυνό της. Παίζει τα ωραιότερα τραγούδια, εκείνα που του είχε μάθει, εκείνα που του τραγουδούσε, εκείνα που αγάπησαν κάποιες ευτυχισμένες μέρες.

Παίζει συνέχεια, ασταμάτητα. Το πάθος του κάνει να σταματούν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, να τον ακούν, αλλά και να νοιώθουν ωραία συναισθήματα. Μάταια ψάχνουν για ένα κουτί ή μια τραγιάσκα, όπου θ’ αφήσουν κάτι ως αντίδωρο. Σαν τελειώνει, ψελλίζει ένα ευχαριστώ, εύχεται τα χρόνια πολλά, γυρίζει ευγενικά την πλάτη και απομακρύνεται, ενώ εξακολουθεί να χαϊδεύει τα πλήκτρα του ακκορντεόν.