Αγάπη σε όμοιο σώμα


Το πέλαγο σ’ ένα πηχτό μαύρο χρώμα απέραντο εμπρός από τα μάτια της. Πέρα μακριά μπλε και κόκκινα φωτάκια να περιφέρονται  είναι τα τρεχαντήρια που βγήκαν στη γύρα!..." άραγε θα έχει καλή ψαριά απόψε; Βοήθησέ τους, Θεέ μου " ψελλίζει η Κλαίρη . Τίποτε δεν ταράζει την Αυγουστιάτικη νύχτα. Όλοι ησυχάζουν στο μικρό ψαράδικο χωριό. Πίνει μια γουλιά απ’ το ποτό της και μετακινεί δεξιά κι αριστερά το ραδιοφωνάκι για να πιάσει καλύτερα το σταθμό. Πιστή της φίλη σ’ όλα τα χρόνια η μουσική. Τη συντροφεύει στα χειμωνιάτικα  ατέλειωτα βράδυα κοντά στο τζάκι, στις μικρές ή μεγάλες ταξιδιωτικές αποδράσεις της αλλά και σ’ εκείνες του νου. Με σκέψεις, νοσταλγία και μουσικές περνάει η νύχτα. Αποκαμωμένη αλλά  "χορτάτη" πηγαίνει για ύπνο.

Η φωνές των ανθρώπων που περνούν κάτω από το μπαλκόνι  την ξυπνούν. Δεν νοιώθει την ανάγκη για περισσότερο ύπνο. Τεντώνεται νωχελικά, ακούει τις πρωινές ειδήσεις από το ραδιοφωνάκι δίπλα της, που εξακολουθεί να είναι αναμμένο από το προηγούμενο βράδυ, σηκώνεται για να φτιάξει καφέ και κατόπιν να κατέβει στο γιαλό για μπάνιο. Είναι μια όμορφη, ώριμη γυναίκα, η Κλαίρη, με ήρεμα χαρακτηριστικά. Η ματιά της γλυκιά και το βλέμμα της βαθύ , γεμάτο, μαρτυράει μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, που άφησαν πίσω τους μιαν εσωτερική γαλήνη σαν ουράνιο τόξο…

Περνάει όμορφα η ώρα του πρωινού καφέ με κέικ, δροσερό νερό, και παρακολουθώντας την παράσταση του δρόμου. Παραθεριστές πάνε κι έρχονται,,, Τα ολόφρεσκα ψάρια περιμένουν τους αγοραστές τους καθώς και τα άλλα τρόφιμα στα σακιά και τους πάγκους. Αν και μικρό το ψαροχώρι,  εντούτοις έχει αρκετή κίνηση επειδή έρχονται και από αλλού κοντά για ν’ αγοράσουν ψάρια. Απολαμβάνοντας τον καφέ της και παρατηρώντας την κίνηση αρχίζει να περνάει κι αυτό το πρωινό, ώσπου…τον βλέπει…Ψηλό, με σχεδόν άσπρα μαλλιά, στητή κορμοστασιά, εκπληκτική κατατομή προσώπου και μ’ εκείνη την  ιδιαίτερη "προσωπικότητα" στα χέρια. Η καρδιά της χτυπά τρελλά στο στήθος της.. είναι έτοιμη να σωριαστεί στα πλακάκια του μπαλκονιού…Κρατιέται από το κάγκελο…Κοιτάζει και ξανακοιτάζει τον άγνωστο άνδρα. Σκέψεις σφυροκοπούν το εντός της!..." Δεν είναι δυνατόν, δεν γίνεται, δεν μπορεί…Ζω μια παραίσθηση…" Έχει απομείνει ακίνητη με το βλέμμα καρφωμένο επάνω του. Αυτός ο άγνωστος άνδρας είναι το βότσαλο που πέφτει με δύναμη και ξαφνικά στην τόσα χρόνια ήσυχη και ήρεμη λίμνη της ζωής της. Είναι τόσο απότομο και αναπάντεχο που σκέφτεται πως δεν συμβαίνει…Εικόνες στην τύχη ριγμένες στο τραπέζι του νου…

Και περνούν οι μέρες. Δεν μπορεί να βρει πουθενά ησυχία. Τα μεσημέρια βασανιστικά και οι νύχτες λευκές, ξάγρυπνες συντροφιά με φαντάσματα και μελωδίες…Κατεβαίνει στην παραλία με την ελπίδα να τον δει…μόνο να τον δει…Θέλει να τον βλέπει και μόνο! Δεν τον χορταίνει!...Κοιτάζει αυτό που θέλει να βλέπει! Κάθε που διαγράφεται από μακριά το λατρεμένο σώμα η Κλαίρη ζει και ξαναζεί το πάθος της…Πόσο θέλει ν’ ακούσει τη φωνή του! Αποφασίζει να γράψει το μικρό της όνομα και το τηλέφωνό της σ’ ένα απόκομμα με την παράκληση πως είναι αδήριτη ανάγκη να του μιλήσει. Πιστεύει πως ίσως να παραμερίσει την φυσική της συστολή και να βρει το κουράγιο να του το δώσει, αφού έχει παρατηρήσει, πως κι εκείνος δεν μένει αδιάφορος στο κοίταγμά της. Το βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της,  κάνει πρόβα στο τί θα του πει, αν υπάρξει περίπτωση να του μιλήσει. Μουρμουρίζει τα λόγια της, όπως ο ηθοποιός πρόχειρα το ρόλο του. «…θα ήθελα να σας ζητήσω συγγνώμη για την συμπεριφορά μου. Δεν ταιριάζει ούτε στην ηλικία μου ούτε στα πιστεύω μου αυτό που κάνω. Το θεωρώ άηθες…Όμως, νοιώστε με…Αδυνατώ να το διαχειριστώ…Θα ήθελα πολύ να μπείτε για μία στιγμή στη θέση μου, μόνο και μόνο για να σας βοηθήσει να κατανοήσετε σε τι κατάσταση βρίσκομαι… Σκεφθείτε, σας ικετεύω, σκεφθείτε την πρώτη και αληθινή αγάπη της ζωής σας…»  Σταματάει. Δεν της αρέσει έτσι…Αρχίζει ξανά από την αρχή. Μα όλα σβήνουν στην ξαφνική και συνάμα εφιαλτική σκέψη πως ίσως να φύγει και να μην τον προλάβει. Σηκώνεται αλαφιασμένη. Όχι, δεν πρέπει να τον χάσει δίχως να του μιλήσει. Έχει φθάσει στο ζενίθ της απελπισίας της. Η σκέψη πως δεν θα τον ξαναδεί αρχίζει να τρέχει τους σφυγμούς της καρδιάς της. Παίρνει μερικές βαθιές ανάσες , βρίσκει μια κόλλα χαρτιού και αρχίζει να γράφει. Την εσωκλείει σ’ έναν φάκελο όπου γράφει επάνω του: " Για τον άνδρα της παραλίας ".
Κοιμάται έναν ύπνο μ’εφιάλτες και νεκρούς.

Φέγγει ο Θεός τη μέρα! Διαλύονται οι σκιές μα όχι και οι φόβοι!...Έρχεται το μεσημέρι κι ύστερα το ευλογημένο απόγευμα. «Δεν έχει πολλή κίνηση απόψε» παρατηρεί. Περπατάει στην παραλία με το χέρι στην τσέπη να χαϊδεύει το φάκελο και την ελπίδα να κατακλύζει την ύπαρξή της. Η καρδιά εξακολουθεί τον τρελό ρυθμό της. Ώσπου διακρίνει την αγαπημένη φιγούρα. Νοιώθει πόνο στο στήθος και ασυναίσθητα το χέρι σφίγγει τον φάκελο. Τα πόδια λυγίζουν, το κορμί αρχίζει να κλυδωνίζεται προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία του και να σταθεί ορθό. Με το βλέμμα πάντα καρφωμένο σ’ εκείνον, που τώρα τρέχει προς το μέρος της, σωριάζεται στα βότσαλα. Φτάνει κοντά της, την ανασηκώνει · τον κοιτάζει άπληστα και με τις τελευταίες της δυνάμεις του δίνει τον φάκελο, ψιθυρίζοντάς του: « Τώρα…»  Και το κεφάλι γέρνει άψυχο στο πλάι…

Κι εκείνος ανοίγοντάς τον, διαβάζει:
«Όλα έγιναν τόσο γρήγορα στη ζωή μου, που δεν πρόλαβα ποτέ ούτε να χαρώ ούτε να λυπηθώ. Τον αγάπησα δυνατά, παράφορα, δίχως "πρέπει" και περιορισμούς.. Τον φιλούσα κι έκλεινα τα μάτια από πόνο…«Αγαπώ την καρδιά μου πιο πολύ τώρα» του έλεγα «γιατί βρίσκεσαι μέσα της, ζεις μαζί, στον δικό της ρυθμό» Κι εκείνος κρατώντας με τρυφερά στην αγκαλιά του, μου ψιθύριζε ερωτόλογα, με χάιδευε και μου χάριζε την αθανασία…«Κοίταζέ με, καλή μου, κοίταζέ με βαθειά στα μάτια μέχρι να τρέξουν ζωή…σπέρμα…» άκουγα την αγαπημένη υγρή φωνή πίσω από το αυτί μου.  Μα το όνειρο έσβησε, χάθηκε, διαλύθηκε…Τόσο σύντομο - όπως κάθε όνειρο – μα συνάμα τόσο ζωντανό. Εκείνος πέθανε…Δεν το συνόδευσα…δεν πήγα ποτέ στον τάφο του…Μόνη πια στη ζωή συγκατοικώ με τη λατρεμένη σκιά…με τον πρώτο μου παράδεισο…"Κάθε που πάω να σου ξεφύγω, πέφτω πάνω στο συρματόπλεγμα της σκέψης σου..." μου έρχεται συχνά στο νου ο υπέροχος στίχος της φίλης μου της Χρυσούλας. Αμέτρητα βράδια του μιλάω, χαρίζω την καληνύχτα μου στο άρωμά του που νοτίζει το μαξιλάρι μου. Η ιδέα του εφήμερου της ζωής και της μονιμότητας του θανάτου μου βαραίνουν τα βλέφαρα ώσπου φτάνει λυτρωτικός ο ύπνος. Κι αυτή τη στιγμή τον έχω ολοζώντανο εμπρός μου, λίγα μέτρα μακριά. ή και κοντά … Η ματιά μου έχει γαντζωθεί επάνω σου, άνδρα της παραλίας. Μου είναι αδύνατον να μη σε κοιτάζω! Ο καημός μου, το νόημά μου, η ψυχή μου, η αγάπη μου, είναι εδώ, σε όμοιο σώμα  Αυτό ζω εγώ με σένα τώρα!»