Αθηναϊκό τραγούδι – Κωμειδύλλιο

Η μουσική ζωή κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους κινείται σε δυο επίπεδα. Αφ’ ενός υπάρχει η παραδοσιακή μουσική που συνεχίζει να καλλιεργείται απρόσκοπτα στην ύπαιθρο και αφ’ ετέρου οι μετακλήσεις ευρωπαϊκών μουσικών θιάσων στα νεαρά αστικά κέντρα. Με τον τρόπο αυτό οι νεόκοποι αστοί έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον ευρωπαϊκό μουσικό πολιτισμό. Οι πρώτες προσπάθειες για δημιουργία ντόπιας μουσικής και θεατρικής παραγωγής, καθώς και ο πόθος για εξευρωπαϊσμό θα οδηγήσουν στην δημιουργία του Αθηναϊκού τραγουδιού, του κωμειδυλλίου, της Αθηναϊκής επιθεώρησης  και της οπερέτας.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τρία από τα τέσσερα είδη είναι μουσικο-θεατρικά. Η έλλειψη τεχνολογίας αποθήκευσης και αναμετάδοσης του ήχου μετατρέπει το θέατρο σε όχημα διάδοσης της μουσικής αφού μεγάλη μερίδα του κοινού πηγαίνει στο θέατρο για να ακούσει μουσική.

Αθηναϊκό Τραγούδι

Η πρώτη προσπάθεια που έγινε για απόκτηση τραγουδιστικού ρεπερτορίου στα αστικά κέντρα του νέου ελληνικού κράτους, χρονολογείται αρκετά χρόνια πριν το κωμειδύλλιο την επιθεώρηση και την οπερέτα. Στην ρομαντική Αθήνα των δεκαετιών 1860 και 1870 πολλά ποιήματα ποιητών όπως Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αχιλλέας Παράσχος, Αλέξανδρος Ραγκαβής , κ.ά. προσαρμόζονταν σε μελωδίες από ιταλικές άριες ή γερμανικά εμβατήρια και τραγουδιόνταν από τον κόσμο.

Τα πρώτα ελληνικά τραγούδια

Η συνήθεια αυτή ατόνησε όταν, προς το τέλος του 19ου αιώνα, κάποιοι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες μουσικοί τόλμησαν να μελοποιήσουν με δικές τους δυτικότροπες αλλά σχετικά πρωτότυπες μελωδίες τα ποιήματα των ρομαντικών ποιητών της εποχής, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα ελληνικά τραγούδια που συνιστούν το λεγόμενο Αθηναϊκό τραγούδι. Τα τραγούδια αυτά δημιουργούνται και λειτουργούν αυτόνομα και όχι μέσα στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης.

Αθηναϊκό τραγούδι και Αθηναϊκή καντάδα

Το Αθηναϊκό τραγούδι δημιουργείται και ζει παράλληλα με την Αθηναϊκή καντάδα.
"Λαϊκοφανές" είδος τραγουδιού (με έντονες τις ιταλικές "κανταδοειδείς" προσμίξεις). Εμφανίστηκε προς το τέλος του 19ου αι. και αποτέλεσε "μοντέλο" πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν αρκετοί Έλληνες τραγουδοποιοί της εποχής. Ως παραδείγματα τέτοιων τραγουδιών αναφέρονται από τον Κώστα Μυλωνά τα: "Έλα, βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε", "Πάρε με, Αντριάνα μου να σε βοηθώ στην πλύση και να σου κουβαλώ νερό από το Βαθρακονήσι", "Στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ", "Βάρκα θέλω ν' αρματώσω με σαραντα-δυό κουπιά", κ.λπ. Η επίδρασή του (πάντα κατά τον Κώστα Μυλωνά) φτάνει ώς την "Άρνηση" του Μίκη Θεοδωράκη και τα "μαντζόρε" τραγούδια του Ηλία Ανδρεόπουλου .
           Τα δυο είδη φέρουν έντονη την επιρροή του ιταλικού μπελ κάντο και της επτανησιακής καντάδας και σε πολλές περιπτώσεις υπηρετούνται από τους ίδιους δημιουργούς. Το Αθηναϊκό τραγούδι αποτελεί ένα είδος καντσονέτας άλλοτε ρομαντικής και άλλοτε εύθυμης που συνοδεύεται από πιάνο ή κιθάρα και κατά κανόνα εκτελείται σόλο ή ντουέτο (πρίμο - σεκόντο), ενώ η καντάδα είναι πολυφωνική και συνοδεύεται από μαντολίνα και κιθάρες.
Το Αθηναϊκό τραγούδι υπηρετήθηκε από τον Χρίστο Στρουμπούλη, τον Νικόλαο Κόκκινο, τον Νίκο Χατζηαποστόλου, τον συνθέτη τόσων επιτυχημένων οπερέτων που υπηρέτησε πιστά και το Αθηναϊκό τραγούδι γράφοντας αυτόνομα τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν, τον Δημήτριο Ρόδιο, τον Τίμο Ξανθόπουλο κ.ά.




Ο Αττίκ

Την ίδια χρονική περίοδο δηλαδή τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ζει και δρα ένας συνθέτης του οποίου η περίπτωση είναι μοναδική, γι αυτό και πρέπει να εξετασθεί χωριστά. Πρόκειται για τον Κλέωνα Τριανταφύλλου τον επιλεγόμενο «Αττίκ». Πρωτοπόρος για την εποχή του με ώριμη και μεστή μουσική γλώσσα, σπούδασε μουσική στο Παρίσι από όπου προέρχονται και οι μουσικές και συνθετικές του επιρροές. Τα ποιητικά κείμενα των τραγουδιών του γράφονται πάντοτε από τον ίδιο και είναι τόσο ξεχωριστά ώστε να μας δίνει το δικαίωμα να μιλήσουμε για έναν ολοκληρωμένο ποιητή και συνθέτη. Η δράση του Αττίκ επεκτείνεται χρονικά μέχρι το τέλος της γερμανικής κατοχής οπότε και πέθανε.


Το κωμειδύλλιο

Πρόκειται για μουσική κωμωδία με ηθογραφικό περιεχόμενο. Η μεγάλη του ακμή σημειώθηκε γύρω στο 1890 και δημιουργήθηκε μετά από «ανελέητη» μίμηση ανάλογων ευρωπαϊκών ειδών. Κάθε έργο ήταν δυνατόν να περιέχει δεκαπέντε, είκοσι ή και περισσότερα τραγούδια, ανάλογα με την έκτασή του. Τα τραγούδια αυτά γράφονταν πάνω στα ιταλικά και γαλλικά πρότυπα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι μουσικοί δεν δίσταζαν να ξεσηκώσουν αυτούσιες τις πιο δημοφιλείς και αγαπητές μελωδίες του ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου της εποχής.
Η κίνηση αυτή όμως είναι παλαιότερη αφού το ελληνικό αστικό κοινό, σε μια προσπάθεια να οικειοποιηθεί την ευρωπαϊκή διασκέδαση, αυτοσχεδίαζε ελληνικά λόγια πάνω στις ελκυστικότερες μελωδίες που άκουγε από τους μετακαλούμενους ξένους θιάσους.
           Οι υποθέσεις των κωμειδυλλίων εξελίσσονταν στην ύπαιθρο και γοήτευαν τους κατοίκους των πόλεων με περιεχόμενο κυρίως ηθογραφικό
Συγγραφείς κωμειδυλλίων ήταν ο Δημήτριος Κορομηλάς και ο Σπυρίδωνας Περεσιάδης. Αντιπροσωπευτικότερα έργα τους είναι: "Η τύχη της Μαρούλας" (1888) και "Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας" (1892) του Κορομηλά και η "Γκόλφω" του Περεσιάδη, που βρίσκουν ακόμα και σήμερα ανταπόκριση από το λαό.


Οι…. Αγαπητικοί Της Βοσκοπούλας

"Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1932)

"Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας" είναι ένα δραματικό ειδύλλιο του Δημητρίου Κορομηλά , ο οποίος αντλεί την έμπνευσή του από το ποίημα του Γιάννη Ζαλοκώστα "Μια βοσκοπούλα αγάπησα" και το οποίο μεταφέρθηκε όχι μία , ούτε δύο αλλά τέσσερις φορές στον ελληνικό κινηματογράφο! Η υπόθεση του έργου αυτού φουστανέλας εν ολίγοις έχει ως εξής : Ένας πλούσιος τσέλιγκας ερωτεύεται μια όμορφη βοσκοπούλα αλλά εκείνη αγαπά τον φτωχό μπιστικό του...

Ρυθμός αργός 4σημος
Προσαρμογή των στίχων του ποιήματος 'Το φίλημα' του Γεωργίου Ζαλοκώστα σε μια ιταλική μελωδία.
Ο ποιητής Γεώργιος Ζαλοκώστας γεννήθηκε το 1805 στο Συρράκο Ιωαννίνων.
Ωστόσο η τυραννία του Αλή πασά και η καταδίωξη του πατέρα του, Χριστόφορου, από τους Τούρκους ανάγκασαν την οικογένεια του να καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας.
Εκεί σπούδασε ελληνική και ιταλική φιλολογία και αργότερα νομική, την οποία όμως δεν ολοκλήρωσε καθώς με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 εγκατέλειψε την Ιταλία και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των Τούρκων, ενώ πήρε επίσης μέρος στην Έξοδο του Μεσολογγίου.
Υπηρέτησε ως αξιωματικός του οικονομικού σώματος του στρατού.
Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1858.
Το τραγούδι πέρασε γύρω στα μέσα του προηγούμενου αιώνα στο ρεπερτόριο των λαϊκών οργανοπαιχτών εξαιτίας της δημοτικότητάς του. Περιγράφει τον έρωτα ενός 10χρονου αγοριού προς μια μεγαλύτερη του.

Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη
μα την αγάπησα πολύ κι ήμουν αλάλητο πουλί
κι ήμουν αλάλητο πουλί, δέκα χρονών αγόρι.

Μια μέρα που καθόμαστε, στα χόρτα τ' ανθισμένα
Μαριώ μ' της λέω σ' αγαπώ, μα ντρέπομαι να σου το πω
μα ντρέπομαι να σου το πω, τρελαίνομαι για σένα.

Από τη μέση μ' άρπαξε, με φίλησε στο στόμα
και μου πε μ' αναστεναγμό, για της αγάπης τον καημό
για της αγάπης τον καημό, είσαι μικρός ακόμα.

Μεγάλωσα και τη ζητώ, μα ήταν αλλού η καρδιά της
μα εγώ ποτέ μου δεν ξεχνώ, το γλυκοφίλημά της
μα εγώ ποτέ μου δεν ξεχνώ το γλυκοφίλημά της.


Η πρώτη του μεταφορά είναι το 1932 σε παραγωγή Παναγιώτη Δαδήρα , σκηνοθεσία και σενάριο Δημήτρη Τσακίρη και φωτογραφία Μάνου Τζανετή και Χέρμπερτ Κέρνερ.
Ηθοποιοί
Ντίνα Αφεντάκη - Κρουστάλλω
Δημήτρης Τσακίρης - Μήτρος
Μάνος Κατράκης - Λιάκος
Σοφία Ντοριβάλ - κυρά Στάθαινα
Η ταινία αυτή ντουμπλαρίστηκε σε γερμανικά στούντιο και είναι η πρώτη ομιλούσα του ελληνικού κινηματογράφου


Η δεύτερη μεταφορά είναι το 1955 σε παραγωγή Φίνος Φιλμ , σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου , σενάριο Γιώργου Τζαβέλλα , φωτογραφία Ντίνου Κατσουρίδη και Αριστείδη Καρύδη Φουκς και μουσική Τάκη Μωράκη.
Η ταινία γυρίστηκε στη Φωκίδα σε ένα γραφικό χωριό τους Πενταγιούς.
Ηθοποιοί
Χριστίνα Σύλβα - Κρουστάλλω
Γιώργος Φούντας - Μήτρος
Κώστας Κακκαβάς - Λιάκος
Αλέκα Κατσέλη - κυρά Στάθαινα
Παντελής Ζερβός - μπαρμπα Χρόνης
Γεωργία Βασιλειάδου - Αγγέλω
Χριστίνα Καλογερίκου - κυρα Γιάννενα
Γιώργος Δαμασιώτης – Γκέρλας


Η τρίτη μεταφορά του έργου έγινε και αυτή το 1955 σε παραγωγή της Ολύμπια Φιλμ , σκηνοθεσία του Ντίμη Δαδήρα , σενάριο του ίδιου και του Ηλία Λυμπερόπουλου , φωτογραφία των Βαγγέλη Καραμανίδη και Γιώργου Τσαούλη και μουσική της Μαργαρίτας Καστέλλη.
Ηθοποιοί
Αλίκη Βουγιουκλάκη - Κρουστάλλω
Θάνος Κωτσόπουλος - Μήτρος
Ανδρέας Ζησιμάτος - Λιάκος
Ελένη Χατζηαργύρη - κυρα Στάθαινα
Χρήστος Ευθυμίου - μπαρμπα Χρόνης
Αθανασία Μουστάκα - κυρα Γιάννενα
Κώστας Χατζηχρήστος – Γκέρλας


Τέταρτη και τελευταία μεταφορά του έργου έγινε ένα χρόνο μετά , το 1956 δηλαδή , σε παραγωγή Γιάννη Δριμαρόπουλου , σενάριο και σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά , φωτογραφία Δήμου Σακελλαρίου και μουσική Ανδρέα Κόκκινου.
Ηθοποιοί
Καίτη Λαμπροπούλου - Κρουστάλλω
Δημήτρης Παπαμιχαήλ - Λιάκος
Ανδρέας Φιλιππίδης - Μήτρος
Στέλλα Γεωργιάδη - κυρα Στάθαινα
Χριστόφορος Νέζερ - μπαρμπα Χρόνης
Μερόπη Ροζάν - κυρα Γιάννενα
Μιχάλης Μπούχλης – Γκέρλας

Η ταινία είναι η πρώτη έγχρωμη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου και πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Δημήτρη Παπαμιχαήλ.


Ολόκληρη η ταινία.

= = = = = = = = = = = = = = = = =

"Γκόλφω"

Η "Γκόλφω" αφορά ένα βουκολικό δραματικό ειδύλλιο σε πέντε πράξεις του Σπύρου Περεσιάδη.
Γράφτηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε θεατρικά στην Ακράτα, τον τόπο διαμονής του συγγραφέα το 1893. Πολύ σύντομα όμως παραστάθηκε στις Αθηναϊκές σκηνές, στην υπόλοιπη ελληνική επαρχία αλλά και σε πόλεις του εξωτερικού με έντονο ελληνικό στοιχείο (Σμύρνη, Οδησσό, Παρίσι).
Η απήχηση που γνώρισε το έργο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι μικροί θίασοι να το θεωρούν «Σωσίβιο των θιάσων», το έργο δηλαδή που πάντα θα εξασφαλίσει θεατές. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε μεταφέρθηκε λίγα χρόνια μετά και στον κινηματογράφο (1914).
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1915 στην Αθήνα.
Στη ταινία αυτή συμμετείχαν οι ηθοποιοί: Βιργινία Διαμάντη (πρωταγωνίστρια), Ολυμπία Δαμάσκου, Διονύσης Βεντέρης, Γεώργιος Πλούτης, Ζάχος Θάνος, Θόδωρος Λιτός, Παντελής Λαζαρίδης και η Χρυσάνθη Χατζηχρήστου.

Υπόθεση
Η φτωχή και ορφανή Γκόλφω, μια όμορφη νεαρή βοσκοπούλα που ξενοδουλεύει υπηρετώντας τον τσέλιγκα Ζήση, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός παλικαριού της περιοχής, του βοσκού Τάσου. Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο της περιοχής, ο Κίτσος, εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο.
Οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όταν ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου και κόρη του τσέλιγκα, Σταυρούλα. Παρά την αρχική του άμεση άρνηση, ο Τάσος τελικά δελεάζεται από τη μεγάλη προίκα της Σταυρούλας και διώχνει την Γκόλφω. Η νεαρή κοπέλα απελπίζεται, χάνει τα λογικά της και καταριέται τον Τάσο.
Λίγο πριν τον γάμο τους, η παραλοϊσμένη πια Γκόλφω σηκώνει την κατάρα και τους εύχεται κάθε ευτυχία. Ο Τάσος κλονίζεται από το μεγαλείο του έρωτά της, αλλάζει γνώμη και τρέχει στο κατόπι της, είναι όμως αργά: Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί και ξεψυχά στα χέρια του. Ο Τάσος αυτοκτονεί στο πλευρό της.

Ο Κωνσταντίνος Μπαχατόρης ή Μπαχατώρης ήταν Έλληνας ηθοποιός σκηνοθέτης και παραγωγός ταινιών από τους πρωτοπόρους στον ελληνικό κινηματογράφο. Ήταν ο πρώτος Έλληνας κινηματογραφικός παραγωγός και ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να γυρίσει ταινία μεγάλου μήκους και το κατάφερε το 1914.
Ο Μπαχατόρης, επιχειρηματίας από την Σμύρνη, ίδρυσε την "Άστυ φιλμ" και με Ιταλό οπερατέρ, τον Φίλιππο Μαρτέλι, γύρισε πολλές ταινίες. Ανάμεσα στις ταινίες που γύρισε κυρίως μικρού μήκους ήταν και η "Γκόλφω" το 1914 η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
" Η Γκόλφω"  ήταν βουβή ταινία με μήκος δύο χιλιάδες μέτρα, διάρκειας 80 λεπτών, γυρισμένη σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μπαχατόρη. Για να την γυρίσει ο Μπαχατόρης δαπάνησε 100.000 δραχμές.
Το έργο («δράμα ειδυλλιακόν» το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του) ολοκληρώθηκε στις 23 Αυγούστου 1893 από τον σχεδόν τυφλό Σπυρίδωνα Περεσιάδη (1854-1918) και παρουσιάσθηκε λίγες ημέρες αργότερα σε πανελλήνια πρώτη από ερασιτεχνικό θίασο στην Ακράτα, υπό την επίβλεψη του συγγραφέα, που είχε ξεκινήσει την επαγγελματική του καριέρα ως δημόσιος υπάλληλος. Η φήμη του έργου γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια της Αιγιαλείας και στις 10 Αυγούστου 1894 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα από τον θίασο Πρόοδος του Δημήτρη Κοτοπούλη στο θέατρο Παράδεισος. Την «Γκόλφω» υποδύθηκε η Βασιλεία Στεφάνου και τον «Τάσο» ο Θεοδόσης Πετάλας. Στις 26 Ιανουαρίου 1913 ανέβηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο Εδέμ, από τον Εθνικό Δραματικό Θίασο και συνδυάστηκε με την παρουσία στη συμπρωτεύουσα του νικητή των Βαλκανικών Πολέμων, πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η "Γκόλφω" γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στο εξωτερικό, σε πόλεις με έντονο ελληνικό στοιχείο (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Οδησσό, Παρίσι). Τέτοια ήταν η απήχησή του έργου στο λαϊκό κοινό, ώστε να αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις ασφαλές σωσίβιο για τους περιοδεύοντες θιάσους στην ελληνική επαρχία («μπουλούκια»), που τους εξασφάλιζε σχεδόν πάντα θεατές.

Το καλοκαίρι του 1967 η "Γκόλφω" επανήλθε στο προσκήνιο, μέσα από την παράσταση του Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη στο Πεδίο του Άρεως.
Στις 28 Μαρτίου 1955 εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου, με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Νίκο Καζή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Έκοψε 115.285 εισιτήρια και κατατάχθηκε στην 3η θέση του καταλόγου με τις πιο εμπορικές ταινίες της χρονιάς. Η "Γκόλφω" του Λάσκου  σηματοδότησε τη μόδα των «ταινιών-φουστανέλας», οι περισσότερες πολύ χαμηλής ποιότητας.
Η "Γκόλφω" έχει την τιμητική της και στην κορυφαία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Ο Θίασος (1975). Συμβάλλει στην εξέλιξη του μύθου, καθώς παρουσιάζεται από ένα θεατρικό μπουλούκι.




Ο Ευάγγελος Παντόπουλος υπήρξε ο ηθοποιός που ταύτισε το όνομά του με το κωμειδύλλιο.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Καλλιτεχνική φύση, σπούδασε αρχικά ζωγραφική στο Πολυτεχνείο και φωνητική στο Ωδείο, αλλά σύντομα τον κέρδισε το θέατρο. Αναφέρεται ότι για πρώτη φορά ανέβηκε στο σανίδι το 1878 στη Χίο ή κατά άλλους στο Αίγιο το 1877 με το θίασο του Δημήτρη Κοτοπούλη - Βασιλειάδου. Αναμφισβήτο πάντως είναι ότι είχε τεράστια απήχηση στο κοινό και δημιούργησε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα «σχολή» στους κωμικούς ρόλους, εισάγοντας έναν φυσικότερο και αμεσότερο τρόπο παιξίματος. Αρχικά συνεργάστηκε με τον Ταβουλάρη και αργότερα έγινε πρωταγωνιστής στο θίασο του Αλεξιάδη στο θέατρο Απόλλων, μέχρι να γίνει και ο ίδιος θιασάρχης της «Ελληνικής Κωμωδίας».
Ο Παντόπουλος πρωταγωνίστησε σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού θεάτρου της εποχής, αλλά και ξένου ρεπερτορίου, όπως των Γκολντόνι, Ίψεν, Γκόγκολ κ.ά, αλλά ειδικότερα στα έργα του Μολλιέρου. Διακρίθηκε στο κωμειδύλλιο με σημαντικούς ρόλους, με τις επιτυχημένες παραστάσεις «οι Καρβουνιάρηδες», και «οι Μυλωνάδες», που ανέβασε το (1888). Συνέγραψε και ο ίδιος επιτυχημένα έργα (σάτιρες, κωμωδίες, κωμειδύλλια), με πιο γνωστό τη «Νύφη της Κούλουρης» (1896), βασισμένο από μια λαογραφική ιστορία "ο γάμος της Κούλουρης", το οποίο ανέβασε ο ίδιος και υποδυόταν με μεγάλη επιτυχία τον υπενωματάρχη Μίχο Ζουλαχμάκη. Επίσης έγραψε και το μονόπρακτο "Έσχισες την γάταν;" και το ποίημα "Το τσοπανόπουλο" το οποίο με μουσική του μουσικοσυνθέτη Κόκκινου έγινε πολύ δημοφιλές τραγούδι.
Μεταξύ των έργων που δίδαξε από σκηνής αξίζει ν΄ αναφερθούν: "Κωμωδία των παρεξηγήσεων" του Σαίξπηρ, (1887), με συμπρωταγωνιστή τον Σπύρο Ταβουλάρη, "Η τύχη της Μαρούλας" (1888) και "Το τέλος της Μαρούλας" γνωστά και με τον τίτλο "Μπάρμπα Λινάρδος" (1890) του Δ. Κορομηλά, "Η λύρα του Γέρο-Νικόλα" (1891), "Ζητείται υπηρέτης" (1891) του Μπ. Άννινου, "Ο Καπετάν Γιακουμής" (1892) και "Γάμος δια φόλας" (1892) του Δ. Κόκκου, "Το πικ-νικ" (1892), "Οικογένεια Παραδαρμένου" (1892), και "Η νίκη του Λεωνίδα" (1893) του Μπ. Άννινου, καθώς και "Ο Γενικός Γραμματέας" (1893) και "Υπαίθριοι Αθήναι" (1894) του Η Καπετανάκη.
Η επιτυχία του Παντόπουλου, αν και αυτοδίδακτος, οφειλόταν κυρίως στη μελέτη και επιμέλεια της ηθογραφίας και γενικά στην εργατικότητά του στη φυσικότερη απόδοση των χαρακτήρων που υποδυόταν, που όμως προκάλεσαν τον φθόνο και τις επιθέσεις των ανταγωνιστών του. Τελικά πέθανε φτωχός και ξεχασμένος (άπορος) στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Αθήνας.


Γελοιογραφία του τέλους του 19ου αιώνα ενδεικτική της διάθεσης για εξευρωπαϊσμό


Από το περιοδικό Εστία του 1893


Η αφετηρία και οι επιρροές του κωμειδυλλίου

Το καθαρά γαλλικό αυτό θεατρικό είδος, που ονομάζεται «vaudeville» ("βωντβίλ", δηλαδή η ελαφρά κωμωδία η διανθισμένη με τραγούδια) πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα το 1889, χωρίς να είναι ακόμα προσδιορισμένο το "ποιός" και το "γιατί" απέδωσε τον γαλλικό όρο ως "κωμειδύλλιον". Εν πάση περιπτώσει, τότε (σύμφωνα με τον Ν. Ι. Λάσκαρη) ο Ε. Παντόπουλος προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την αδιαφορία του κοινού σκέφτηκε να παρεμβάλει μερικά τραγούδια στην ιταλική κωμωδία "Οι Μυλωνάδες". Συναντώντας την επιδοκιμασία του κοινού πρόσθεσε σε λίγες μέρες κι άλλα τραγούδια, προσελκύοντας περισσότερο κοινό (16.9.1889). Τότε ο ενθουσιασμός του κοινού υπήρξε πρωτοφανής και αποδόθηκε (αδίκως) αποκλειστικά στη μουσική (του Α. Ζάιλερ), με αποτέλεσμα να προέλθει από πολλούς συγγραφείς η παραγωγή ενός καταιγισμού κωμειδυλλίων. Συστηματικότερος όλων ο Δ. Κόκκος, που πρώτος εισήγαγε τα ελληνικά τραγούδια (με μικρό "ερανισμό" ξένης μουσικής). Πρέπει επίσης οπωσδήποτε να αναφερθεί ότι, αρκετά πριν επικρατήσει η μόδα των κωμειδυλλίων, πρώτος ο Κ.Γ. Ξένος έγραψε το 1877 καθαρά ελληνικό κωμειδύλλιο (με τίτλο "Περί όνου σκιάς"), του οποίου τα τραγούδια έγιναν δημοφιλέστατα. Τέλος (κατά τον Αλ. Σολομό) το "εν γένει" ελληνικό κωμειδύλλιο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το αντίστοιχο γερμανικό, σύμφωνα με ομολογίες των περιοδικών "Κunst" (Δεκέμβριος 1912) και "Berliner Philologische Wochenschrift" (Απρίλιος 1914).

Οι «Μυλωνάδες», κωμωδία που φαίνεται πως μεταφράστηκε από τα ιταλικά και ήταν μια από τις παλαιότερες του ελληνικού δραματολογίου, για λόγους ανηλεούς ανταγωνισμού μεταξύ των θιάσων της εποχής, διασκευάστηκε σε μουσική κωμωδία. Η προσθήκη τραγουδιών στο κοσμαγάπητο αυτό έργο σηματοδότησε την εισαγωγή ενός νέου θεατρικού είδους, του κωμειδυλλίου, στην αθηναϊκή σκηνή.  Το έργο αποτέλεσε τεράστια επιτυχία του Ευάγγελου Παντόπουλου, του σημαντικότερου ίσως ηθοποιού του καιρού εκείνου


Οι Μυλωνάδες – Πρόγραμμα από παράσταση του 1880


Θα ήταν παράλειψη ωστόσο να μην αναφέρουμε την επιρροή που ασκήθηκε στην τελική διαμόρφωση του κωμειδυλλίου από την αρμενική οπερέτα. Το 1883 θίασος από την Κωνσταντινούπολη παρουσίασε στην εξευρωπαϊσμένη παραλία του παλιού Φαλήρου έργα όπως «Λεπλεπιτζής Χορ – χορ Αγάς»    [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leblebi-ci]., «Κιοσέ – Κεχαγιάς» κ.ά. προσφέροντας στους ντόπιους κωμειδυλλιογράφους και μουσικούς ένα μάθημα για το πως μπορεί κανείς να συνδυάσει τολμηρά την δυτική ορχήστρα με μελωδίες, θεματολογία και ηθογραφία ανατολικού τύπου.




Η ιστορία αλλά και η μεγαλόπρεπης εμφάνιση του θωρηκτού ΑΒΕΡΩΦ με τα τρία φουγάρα του, ενέπνευσε πολλούς στραγαλατζήδες να ονομάσουν τα πλανόδια καρβουνοθερμαινόμενα κατάστηματά τους με το όνομα ΑΒΕΡΩΦ.
Ο στραγαλατζής για συσχετίσει το μαγαζί του με το πλοίο φόρεσε ναυτικό καπέλο.

 «Λεπλεπιτζής Χορ – χορ Αγάς»

Παραδοσιακός σκοπός της Αγιάσου Λέσβου, ένας από τους πιο όμορφους και μερακλήδικους. Πρόκειται για ένα μουσικό θέμα από την αρμενοτουρκική οπερέτα "Λεπλεπιτζής Χορ-χορ Αγάς", του αρμένιου μουσικού Διχράν Τσοχατζιάν.
Η ηχογράφηση έγινε το 1989.
Συλλέκτης είναι ο Νίκος Διονυσόπουλος.
Οι φωτογραφίες παρουσιάζουν τη Λέσβο στις αρχές του αιώνα.
Περιλαμβάνεται στον δίσκο: "Λέσβος Αιολίς".



ΠΗΓΕΣ:
Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου